Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἱ παρόντες

См. также в других словарях:

  • παρόντες — πάρειμι 1 sum pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιμωλία — (ορθότερα, κατ’ αντιμωλίαν). Παλαιός αλλά καθιερωμένος, αποκλειστικά νομικός όρος που χρησιμοποιείται για να διατυπώσει συνοπτικά το γεγονός ότι μια δίκη έγινε ή διεξάγεται με τους διαδίκους παρόντες. To αντίθετο είναι η ερήμην δίκη. * * * η… …   Dictionary of Greek

  • αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Ανώτατο Σοβιέτ — Ήταν το σοβιετικό κοινοβούλιο, ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και μοναδικό νομοθετικό σώμα. Διέθετε δύο βουλές, το Σοβιέτ της Ένωσης, τα μέλη του οποίου εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κυπρινίδες — (cyprinidae). Σημαντική οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινομόρφων, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 2.000 είδη του γλυκού νερού. Τα ψάρια αυτά ζουν στις λίμνες, στα τέλματα και στους ποταμούς της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής, της Αφρικής …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՐՁԷՔ — (էից.) NBH 2 0257 Chronological Sequence: Unknown date Մերձակայք. παρόντες, τα praesentes, tia. *Բոլորովին իսկ թշնամի է մերձէից. Բրս. մախ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αντιμολία — η (όχι αντιμωλία), αντιπαράσταση, δίκη στην οποία είναι παρόντες στο δικαστήριο όλοι οι αντίδικοι (αντίθ. ερήμην): Το δικαστήριο δίκασε «κατ αντιμολίαν» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»